- πιπερόριζα
- gingembre
Ελληνικό-Γαλλικό λεξικό. 2015.
Ελληνικό-Γαλλικό λεξικό. 2015.
πιπερόριζα — η, Ν βοτ. κοινή ονομασία τού φυτού ζιγγίβερι, τού οποίου ο χυμός χρησιμοποιείται στην ποτοποιία … Dictionary of Greek
ζιγγίβερι — το (AM ζινγίβερις εως, ὁ, ἡ Μ και ζιγγίβερι και ζιτζίβερι και ζίγγιβερ, τὸ) κοινή σήμερα ονομασία είδους φυτού του ομώνυμου γένους, καθώς και τού ριζώματός του, που χρησιμοποιείται από την αρχαιότητα ώς σήμερα στην μαγειρική, την ποτοποιία και… … Dictionary of Greek